Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015

Σάββατο Βράδυ

Είναι Σάββατο βράδυ και λιώνει στον καναπέ. Δεν είναι ότι δεν έχει να βγει. Καλά είναι και αυτό ένα θέμα ότι δεν έχει τα χρήματα για ένα ποτό ή καλύτερα δεν έχει την διάθεση να δει άνθρωπο.
Τι ταινία να δω; Σκέφτεται.
Μετά από ένα ψάξιμο στα κανάλια στην TV και ενώ είναι έτοιμη να σηκωθεί από το καναπέ και να πάει να βάλει εκείνη την ταινία που είχε στις σημειώσεις τις εδώ και μήνες πέφτει σε μια ταινία που έχει δει ένα σωρό φορές.
Κλικ.
Εκείνη η ταινία που παίζει ο Adam Sandler και έχει ένα τηλεκοντρόλ και αλλάζει την ζωή του πατώντας απλά κουμπιά για να την κάνει καλύτερη.
Play-Pause-Fast Forward
Διορθώνει τα λάθη του και θέλει να έχει μια ζωή που να είναι τέλεια. Και το μόνο που καταφέρνει είναι να συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να αφήσει να κυλήσει η ζωή προκειμένου να μάθει και να ζήσει πράγματα.
Κλείνει την τηλεόραση και κατευθύνεται στην κάβα. Το Ουίσκι από τα περσινά της γενέθλια είναι εκεί και την περιμένει. Το είχε πει ότι θα το άνοιγε όταν δεν αισθανόταν η ίδια καλά μέσα στην χρονιά. Είναι η ώρα λοιπόν.
Βάζει μια ικανοποιητική ποσότητα και πηγαίνει να κάτσει στο μπαλκόνι. Θα ήθελε να πάει βόλτα για να ηρεμήσει αλλά πονούσαν τα πόδια της. Χύνεται πάνω σε μια καρέκλα και μένει με τις σκέψεις της και το ποτήρι.
Ήξερε τι θα γίνει. Από την αρχή. Αλλά άλλο το να ξέρεις και άλλο να το ζεις.
Όταν κατάλαβε ότι είχε τελειώσει είχε ξεσπάσει σε λυγμούς. Είναι εκείνο που λες «Δεν θα κλάψω τώρα» και μόνο αυτό δεν γίνεται.
Έκλαιγε για όλα τα όμορφα που είχε ζήσει.
Για όλες τις στιγμές που είχε ζήσει και δεν μπορούσε να καταλάβει που είχε χάσει το παιχνίδι. Και παράλληλα είχε πλήρη επίγνωση. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι είχε αποκτήσει επίγνωση της κατάστασης πολύ αργά.
Δεν είχε μετανιώσει για τίποτα στην ζωή της. Τα λάθη της την έκαναν και την είχαν διαμορφώσει σαν άνθρωπο. Όμως μόνο ένα λάθος θα άλλαζε. Εκείνο το βράδυ.
Εκείνο το βράδυ που έλεγε Φύγε επειδή φοβόταν. Και κατάληξε να κάνει το μεγαλύτερο λάθος από όλα. Τόση μεγάλη δύναμη είχε αυτή η λέξη. Τόσο πολύ την άκουγε και δεν το είχε καταλάβει.
Ακόμα και εκείνο το τελευταίο βράδυ που πήγε να την αγκαλιάσει και του είπε ότι δεν ήθελε εκείνος μαζεύτηκε. Δεν ήθελε να μαζευτεί. Ήθελε να τσακωθεί μαζί του. Να ζήσει μαζί του. Να το πάνε πάλι από την αρχή. Ήθελε να θυμηθεί και να νιώσει όλα αυτά που είχε νοιώσει την πρώτη φορά.
Ήθελε εκείνο το τηλεκοντρόλ από την ταινία. Ήξερε τις επιπτώσεις αλλά δεν την ενδιέφερε. Όταν τα έχεις χάσει όλα ποντάρεις στο τελευταίο φύλλο και ότι γίνει. Λιγότερο νικημένος δεν μπορείς να βγεις.
Τον αγαπούσε πολύ. Τον μισούσε λίγο. Αν αυτό ήταν μίσος γιατί δεν το είχε αισθανθεί για κανένα άλλο. Τον μισούσε που ακούμπαγε τα πράγματα της και τον θυμόταν. Τον μισούσε που έπρεπε να σιδερώσει το φόρεμα που φόρεσε πρώτη φορά μαζί του και ξαναζούσε όλη η στιγμή από την αρχή και δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει.
Τον μισούσε που άνοιγε το ράδιο και έπαιζαν τα τραγούδια τους. Αυτά που έλεγαν. Αυτά που θυμόταν. Αυτά τα ΟΛΑ που δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να ζουν με αυτό τον τρόπο.
Θα ήταν κοντά της πάντα. Αυτό της είπε εκείνο το βράδυ. Την αγαπούσε πολύ και δεν ήθελε να νιώσει μόνη της και όταν το αισθανόταν ήθελε να τον παίρνει τηλέφωνο και να μιλάνε.
Μα τι να του έλεγε?
« Νιώθω μόνη εξαιτίας σου? Θέλω να σου μιλάω κάθε στιγμή της ημέρας και όσο ξέρω ότι δεν θα σε ενοχλεί  εμένα κάτι θα με ενοχλεί. Θα με ενοχλεί αλλά δεν θα ξέρω τι».
Η ζωή της ήταν τόσο τακτοποιημένη. Τόσο καθορισμένη. Είχε τα πάντα γραμμένα σε μια ατζέντα και τα διέγραφε όταν τα έκανε. Και όταν εμφανίστηκε αυτός την ξέχασε και την έβαλε στην άκρη για εκείνες τις σκοτεινές ημέρες που δεν θα ήταν κοντά της.
Φυλάει αργά το ποτήρι και κατεβαίνει αργά μέσα της το ποτό για να κάψει λίγο αργότερα το εσωτερικό της κοιλιάς της.
Είχαν έρθει όλες αυτές οι σκοτεινές ημέρες. Και ήταν περίεργες γιατί ήξερε ότι θα είναι στην ζωή της και παράλληλα απών.
Μπέρδεμα.
Και δεν ήταν από εκείνα τα μπερδέματα που την κρατούσαν ζωντανή. Ήταν από αυτά που την έκανα λιπόψυχη.
Πιάνει ξανά το ποτήρι. Έλιωσαν τα παγάκια. Επιστρέφει στην κουζίνα για να πάει να βάλει. Ανοίγει την κατάψυξη και βλέπει την ουλή που υπάρχει στο χέρι της. Την ημέρα της γιορτής του μαγείρευε και ενώ περνούσε από ένα μαχαίρι την γρατζούνισε σχηματίζοντας μια καμπύλη .
Η ουλή μετά από τόσους μήνες είχε μείνει. Αυτός είχε φύγει και η ουλή είχε μείνει. 
Δεν έχει βάλει παγάκια. Πρέπει να κάνει γρήγορα γιατί πρέπει να πιει.
Πίνει.
Της έρχονται εκείνες οι στιγμές που τον φιλούσε και απλωνόταν ένα χαμόγελο στο πρόσωπο της. Που είναι αυτές οι ημέρες;
Και έπειτα θυμάται ότι κατέβαινε τα σκαλιά και του έκλεισε την πόρτα. Και μετά έλιωσε. Και έκλαιγε σαν να είχε πεθάνει κάποιος.
Μα αυτό είχε γίνει. Είχε πεθάνει ένα μέρος της και όπως και με κάποιον που πεθαίνει δεν μπορούμε να τον έχουμε κοντά του και έχουμε μόνο τις αναμνήσεις μας.
Δακρύζει. Πίνει.
Ο κύκλος αυτός θα πήγαινε μέχρι το πρωί.
‘Η  μέχρι να ξεχάσει.
Αλλά ο πόνος δεν ξεχνιέται. Πάλι καλά που έχει βρει το αναλγητικό της για εκείνες τις ώρες τις δύσκολες.

Τελείωσε το ποτό της. Σκέφτεται  να βάλει και άλλο. Όχι δεν θα κάνει κακό στον εαυτό της. Πάει και ξαπλώνει στο καναπέ στο σαλόνι.
Τελικά κοιμήθηκε και εκείνο το βράδυ.
Μέσα στα δάκρυα καθώς θυμόταν πως ήταν όταν ξάπλωνε δίπλα της.
Ευχήθηκε να ξυπνήσει και να κρατάει στα χέρια της εκείνο το τηλεκοντρόλ.
Ή να έχει εκείνον όπως άλλοτε.
Έκλεισε τα μάτια της
Και λίγες στιγμές πριν κοιμηθεί του είπε εκείνο το καληνύχτα που του έλεγε πάντα…




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου