Βρέθηκα σε ένα σπίτι
Σε μια μεγάλη σάλα
Σε μια σάλα με κόσμο
Όλοι γελάγανε
Όλοι διασκεδάζανε
Είχα τα γενέθλια
Κι όμως εγώ ένιωθα κενή
Άδεια
Το έβλεπα
Το χαμόγελο τους
Το χαμόγελο τους δεν έφτανε στις άκρες των ματιών τους
Δεν ένοιωθαν πραγματική χαρά
Γελάγανε τυπικά
Για λόγους ευγένειας
Αυτό που απεχθανόμουνα
Αυτό που σιχαινόμουνα
Έτσι άρχισα να τρέχω
Να τρέχω για να ελευθερωθώ
Έψαχνα να βρω την έξοδο
Την έξοδο που με οδηγούσε στην προσωπική μου ελευθερία
Ήξερα ότι στα μάτια των άλλων φαινόμουνα τρελή
Ένα κορίτσι έντρομο που να διώχνει το πλήθος που στέκετε εμπόδιο στο πέρασμα της.
Έξοδος…Έξοδος…
Η λέξη που κατατρέχει το μυαλό μου
Πόρτα
Βρήκα μια πόρτα
Ελευθερία
Σπρώχνω την πόρτα
Σταματάω
Κοιτάζω ψηλά
Ουρανός
Σκοτεινός ουρανός, είχε βραδιάσει
Βρισκόμουν σε ένα μπαλκόνι που ήταν περιτριγυρισμένο από λουλούδια
Το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε ένα αγόρι που καθόταν στην γωνία
Πρέπει να είχε την ίδια ηλικία με εμένα
Κάπνιζε
Μάλλον γι’ αυτό δεν τον είχα δει στην αίθουσα
Παρόλαυτα δεν τον ξάφνιασε η ξαφνική προέλευση μου
Αντίθετα
Ήταν σαν να με περίμενε
Πέταξε το τσιγάρο και με πλησίασε
Νόμιζα ότι θα με απωθούσε η μυρωδιά του τσιγάρου
Έκανα λάθος
Υπήρχε κάτι που είχε αναμειχθεί με την μυρωδιά του και έτσι ήταν σχεδόν ανύπαρκτο
Δεν ξέρω πως, αλλά έτσι απλά, αρχίσαμε να μιλάμε
Να μιλάμε για διάφορα θέματα
Όσο πέρναγε η ώρα τόσο πιο χαρά αισθανόμουνα
Την χαρά και την απόλαυση μιας ολοκληρωμένης συζήτησης
Άναψε και άλλο ένα τσιγάρο αλλά του έπεσε και έκαψε τον καρπό μου
Δεν με ενόχλησε ιδιαίτερα
Το άκουσμα του ονόματος μου με έκανε να καταλάβω ότι κάποιος με χρειαζότανε στην σάλα
Τον χαιρέτισα και πήγα να φύγω
Τότε θυμήθηκα ότι δεν ήξερα το όνομα του
Ξαναγύρισα να τον ρωτήσω
Είχε φύγει
Το μόνο που μαρτυρούσε ότι ήταν κάποτε εκεί, ήταν η μυρωδιά του τσιγάρου που πλανιόταν στον αέρα
Όταν τελείωσε η εκδήλωση
Βρήκα τον γηραιότερο υπάλληλο και του είπα για το αγόρι
Εκείνος μου είπε μια ιστορία
Όταν κάποτε ζούσε μια άλλη οικογένεια σε αυτό το σπίτι,
Το κορίτσι της οικογένειας είχε τα γενέθλια του
Όμως δεν ήθελε να καλέσει κόσμο
Οι γονείς της, την παράκουσαν και κάλεσαν όσο πιο πολύ κόσμο μπορούσαν
Την ημέρα της συγκέντρωσης και καθώς κατέβαινε από την σκάλα αισθάνθηκε ένα κόμπο στην καρδιά της
Δεν άντεχε να βλέπει την υποτιθέμενη χαρά που διακατείχε τον κόσμο
Άρχισε να τρέχει μακριά από την σάλα μέχρι που βρήκε μια πόρτα που οδηγούσε σε ένα μπαλκόνι
Εκεί είδε ένα αγόρι που κάπνιζε
Άρχισε να του μιλάει
Δεν την πείραξε που της ήταν άγνωστος
Ξαφνικά ακούστηκε ένας πυροβολισμός
Η σφαίρα είχε πετύχει το αγόρι κατάστηθα
Το τσιγάρο έπεσε από το χέρι του και έπεσε πάνω στον καρπό της κοπέλας και την έκαψε
Η κοπέλα σοκαρισμένη είχε σταθεί ακίνητη
Ο πόνος στο χέρι της δεν την ένοιαζε
Απλά στεκόταν εκεί μαρμαρωμένη
Μετά από λίγο ακούστηκε ένας δεύτερος πυροβολισμός
Χτύπησε την κοπέλα
Έτσι βρεθήκανε και οι δύο νεκροί στο πάτωμα
Κανένας ποτέ δεν έμαθε γιατί τους σκότωσαν
Όμως κάθε φορά που κάποιο κορίτσι κάνει κάποια εκδήλωση σε αυτό το σπίτι
Το αγόρι ξαναεμφανίζεται και κρατά συντροφιά σε όποιον τον έχει ανάγκη
Με τα τελευταία λόγια του υπαλλήλου, κατάλαβα τι ήταν η μυρωδιά μαζί με το τσιγάρο
Ήταν χώμα
Η μυρωδιά του χώματος είχε επικαλύψει το τσιγάρο
Ένα αεράκι φύσηξε
Φέρνοντας μου
Την μυρωδιά
Από το φρέσκο τσιγάρο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου